Τι είναι οι ψυχωτικές διαταραχές;
Οι ψυχωτικές διαταραχές είναι ψυχιατρικές διαταραχές που ως κοινό γνώρισμα έχουν τη δυσλειτουργία της σκέψης ή/και των αισθητηριακών/αντιληπτικών βιωμάτων σε κάποιο στάδιο της πορείας τους.
Οι βασικές κατηγορίες κλινικών εκδηλώσεων που εμφανίζουν οι άνθρωποι που πάσχουν από ψυχωτική διαταραχή είναι α) οι παραληρητικές ιδέες, β) οι ψευδαισθήσεις, γ) η αποδιοργάνωση του λόγου, δ) η αποδιοργάνωση της συμπεριφοράς ή η ψυχοκινητική αναστολή και ε) τα αρνητικά συμπτώματα (πχ. έλλειψη συναισθηματικής έκφρασης, έλλειψη βούλησης, έλλειψη ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων, κοινωνική απόσυρση).
Ποιες είναι οι βασικές ψυχωτικές διαταραχές;
Οι βασικές ψυχωτικές διαταραχές είναι α) η σχιζοφρένεια, β) η βραχεία ψυχωτική διαταραχή, γ) η σχιζοφρενικόμορφη διαταραχή, δ) η σχιζοσυναισθηματική διαταραχή και ε) η παραληρητική διαταραχή.
Τι σημαίνει “σχιζοφρένεια”;
Η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις “σχίζω” (διαχωρίζω) και “φρην” (μυαλό, λογική), σημαίνει δηλαδή “διαχωρισμός του νου”, και είναι μάλλον παραπλανητική, αφού παραπέμπει περισσότερο στην αποσυνδετική διαταραχή της ταυτότητας (“διχασμένη προσωπικότητα” στην καθομιλουμένη) παρά στην πραγματική πάθηση. Ο όρος “σχιζοφρένεια” δεν είναι αποτυχημένος μόνο σε ετυμολογικό, αλλά και σε ουσιαστικό επίπεδο, καθώς συχνά συνδέεται με “τρέλα” και βίαιες συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να στιγματίζει και να αυτοστιγματίζει τους ασθενείς, “σαμποτάροντας” τη θεραπεία και την κοινωνική τους ένταξη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έννοια με ιστορική μονάχα αξία, που έχει ήδη αντικατασταθεί επίσημα στην Ιαπωνία (από το 2002 έχει μετονομαστεί σε “σύνδρομο ελλιπούς νοητικής απαρτίωσης”) και που αναμένεται τα προσεχή χρόνια να αντικατασταθεί και στον υπόλοιπο κόσμο.
Τι είναι η σχιζοφρένεια;
Η σχιζοφρένεια φαίνεται να αποτελεί οικουμενικό και διαχρονικό σύνδρομο. Σήμερα θεωρείται η σοβαρότερη ψυχιατρική διαταραχή καθώς συνδέεται, σε άλλοτε άλλο βαθμό, με σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας σε ποικίλους τομείς της καθημερινής ζωής (αυτοφροντίδα, αυτοδιαχείριση, εκπαίδευση, εργασία, διαπροσωπικές σχέσεις, κοινωνική ζωή, ψυχαγωγία).
Ο επιπόλασμός της υπολογίζεται σε 0,5% (αυτό σημαίνει ότι σχιζοφρένεια εμφανίζει περίπου 1 στους 200 ανθρώπους). Η αναλογία ανδρών-γυναικών εκτιμάται πως είναι 1:1, αν και ορισμένα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι ίσως είναι συχνότερη στους άνδρες. Η διαταραχή εκδηλώνεται συνήθως μεταξύ 16 και 35 ετών. Σπανιότερα μπορεί να εμφανιστεί σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ηλικία.
Η πορεία της ποικίλει και εξαρτάται αφενός από τη βαρύτητα της νόσου και αφετέρου από τις θεραπευτικές παρεμβάσεις. Γενικά αναφέρεται ο κανόνας του 1/3 (το 1/3 των ασθενών ζει μια φυσιολογική ζωή, το 1/3 παρουσιάζει ελλείμματα που είναι εν μέρει διαχειρίσιμα αλλά σαφώς περιορίζουν τη λειτουργικότητα και το 1/3 εμφανίζει σοβαρή δυσλειτουργικότητα και έχει ανάγκη ειδικής και συνεχούς φροντίδας, συχνά ενδονοσοκομειακής).
Που οφείλεται η σχιζοφρένεια;
Η ακριβής αιτιολογία της σχιζοφρένειας παραμένει επί της ουσίας άγνωστη. Πιθανολογείται ότι ποικίλες παθοφυσιολογικές διεργασίες συμβάλλουν στην εκδήλωση του φαινομενολογικού συνδρόμου, στην πραγματικότητα δηλαδή δεν πρόκειται για “σχιζοφρένεια” αλλά για “σχιζοφρένειες” (δεν είναι δηλαδή μία νόσος αλλά περισσότερες που εκδηλώνονται με παρόμοια συμπτώματα). Σύμφωνα με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα φαίνεται ότι η σχιζοφρένεια οφείλεται σε απορρύθμιση της φυσιολογικής εγκεφαλικής λειτουργίας, την οποία ο οργανισμός αδυνατεί να αντιρροπήσει, με αποτέλεσμα να διαταράσσονται θεμελιώδεις νευροψυχιατρικές λειτουργίες, όπως ο προσανατολισμός, η προσοχή, η μνήμη, η σκέψη, ο λόγος, η αντίληψη, η βούληση, η κρίση και το συναίσθημα.
Βλάβες μπορεί να υπάρχουν στην αρχιτεκτονική των νευρικών κυττάρων, στη μεταξύ τους συνδεσιμότητα ή στη νευρομεταβίβαση, στη ροή δηλαδή μιας σειράς χημικών ουσιών του εγκεφάλου, που έχουν σημαντικό ρόλο στην ομαλή λειτουργικότητά του (πχ. ντοπαμίνη, σεροτονίνη, γλουταμινικό οξύ, γ-αμινοβουτυρικό οξύ, ακετυλοχολίνη). Οι συγκεκριμένες βλάβες πιθανότατα δημιουργούνται κυρίως κατά την ανάπτυξη και ωρίμανση του νευρικού συστήματος (από την ενδομήτρια ζωή μέχρι και την εφηβεία) και οφείλονται είτε στο αρχικό γονιδιακό υλικό που φέρει το άτομο είτε σε επιγενετικές επιδράσεις (σε τροποποιήσεις δηλαδή που προκαλούν περιβαλλοντικοί παράγοντες στα γονίδια).
Τα βιολογικά ελλείμματα που εν τέλει προκύπτουν καθορίζουν την προδιάθεση του ατόμου για σχιζοφρένεια. Σοβαρά ελλείμματα συνδέονται με υψηλή προδιάθεση (το άτομο έχει σημαντικές πιθανότητες να εμφανίσει σχιζοφρένεια κατά τη διάρκεια της ζωής του, ανεξαρτήτως συνθηκών), ενώ ήπια και αντιρροπήσιμα ελλείμματα συνδέονται με χαμηλή προδιάθεση (το άτομο έχει λίγες πιθανότητες να εμφανίσει σχιζοφρένεια, συνήθως υπό συνθήκες).
Υπάρχουν άλλοι βιολογικοί παράγοντες, εκτός της γενετικής προδιάθεσης, που συμβάλλουν στην εκδήλωση της σχιζοφρένειας;
Κάθε βιολογικός παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει την ομαλή ανάπτυξη και ωρίμανση του εγκεφάλου ή να διαταράξει τη φυσιολογική του λειτουργία είναι πιθανό να συμβάλλει στην εκδήλωση σχιζοφρένειας. Οι παράγοντες που έχουν καλύτερα τεκμηριωθεί είναι η περιγεννητική υποξία και η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών (ιδίως κάνναβης). Άλλες καταστάσεις που ενοχοποιούνται είναι α) βλαπτικές για το έμβρυο συμπεριφορές της μητέρας (πχ. κακή διατροφή, κάπνισμα, χρήση αλκοόλ ή ψυχοτρόπων ουσιών), β) σωματική νόσος της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (πχ. λοίμωξη), γ) σωματική νόσος του ατόμου κατά τη βρεφική ηλικία (πχ. πυρετικοί σπασμοί) δ) τραυματισμοί του ατόμου στην περιοχή της κεφαλής κατά την ενδομήτριο ζωή (πχ. σωματική κακοποίηση της μητέρας), τον τοκετό (πχ. κακοί ιατρικοί χειρισμοί) ή τη βρεφική ηλικία (πχ. πτώση).
Συμμετέχει το στρες στην εκδήλωση της σχιζοφρένειας;
Η αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας είναι πολυπαραγοντική και καθορίζεται από ένα σύνολο βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων (βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο) που αλληλοεπηρεάζονται μεταξύ τους. Ουσιώδης φαίνεται πως είναι η αλληλεπίδραση νευρικού (εγκέφαλος), ενδοκρινικού (ορμόνες) και ανοσοποιητικού (άμυνα του οργανισμού) συστήματος, η λειτουργία των οποίων μεταβάλλεται σε συνθήκες στρες. Οι στρεσογόνες καταστάσεις μπορεί να είναι σωματικές (πχ. σωματική νόσος, τραυματισμός, χειρουργική επέμβαση) ή ψυχολογικές (πχ. απώλεια, έλλειψη, απειλή, απόρριψη, αλλαγή, αποτυχία, σύγκρουση, ψυχοτραυματική εμπειρία). Η προσωπικότητα του ατόμου και το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζει αποτελούν τους ρυθμιστές της προσαρμοστικότητάς του και κατά συνέπεια της ανθεκτικότητάς του στο στρες.
Άτομα χωρίς προδιαθεσικά στοιχεία δεν εκδηλώνουν την πάθηση, ακόμα και υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Αντίθετα άτομα με μέτρια προδιάθεση είναι πιθανό να εμφανίσουν σχιζοφρένεια σε καταστάσεις ιδιαίτερα ισχυρής ή παρατεταμένης ψυχικής πίεσης, ενώ άτομα με υψηλή προδιάθεση δύναται να παρουσιάσουν τη διαταραχή χωρίς την ύπαρξη σαφούς ψυχοπιεστικού παράγοντα ή υπό την επίδραση συνήθων ψυχοπιεστικών παραγόντων της ανθρώπινης ζωής (πχ. θάνατος προσφιλούς προσώπου, ερωτική απόρριψη, χωρισμός, οικογενειακή σύγκρουση, φόρτος εργασίας).
Είναι η σχιζοφρένεια κληρονομική;
Η βιολογική συνιστώσα της σχιζοφρένειας είναι ισχυρή και ως εκ τούτου υπάρχει κληρονομικότητα. Εκτιμάται ότι η εκδήλωση της διαταραχής οφείλεται κατά 60%-80% σε γονιδιακούς παράγοντες. Πρακτικά έχει παρατηρηθεί ότι οι πιθανότητες να εκδηλώσει ένα άτομο σχιζοφρένεια είναι ανάλογες του αριθμού των πασχόντων συγγενών, του βαθμού συγγένειας με αυτούς και της βαρύτητας της ψυχοπαθολογίας τους.
Ποιες είναι οι κλινικές εκδηλώσεις της σχιζοφρένειας;
Η σχιζοφρένεια αποτελεί ένα ιδιαίτερα ετερογενές σύνδρομο. Τα συμπτώματά της ποικίλουν τόσο μεταξύ διαφορετικών ασθενών όσο και στον ίδιο ασθενή κατά την πορεία της διαταραχής στο χρόνο.
Οι βασικές κλινικές εκδηλώσεις της σχιζοφρένειας είναι οι παραληρητικές ιδέες (πχ. αναφοράς, επιβουλής, παρακολούθησης, δίωξης, συσχέτισης, επίδρασης, μεγαλείου κλπ.), οι ψευδαισθήσεις (συνήθως ακουστικές), οι διαταραχές του λόγου (μπορεί να είναι νοηματικά ασύνδετος έως και ασυνάρτητος, άσχετος με το πλαίσιο της συζήτησης ή να εμπεριέχει ανύπαρκτες λέξεις), η αποδιοργάνωση της συμπεριφοράς (πχ. παράδοξες ή ακατάλληλες συμπεριφορές), η ψυχοκινητική αναστολή (κατατονία), οι διαταραχές της συναισθηματικής έκφρασης (πχ. αμβλύ, επιπεδωμένο ή απρόσφορο συναίσθημα) και η αβουλία (πχ. έλλειψη κινήτρων, ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων, κοινωνική απόσυρση, παθητικότητα, αδυναμία ανάληψης πρωτοβουλιών).
Επιπλέον οι ασθενείς με σχιζοφρένεια είναι πιθανό να εμφανίζουν γνωστικά ελλείμματα (πχ. δυσκολίες στην εστίαση ή στη μετατόπιση της προσοχής, μειωμένη κριτική ικανότητα, δυσχέρεια στην αφαιρετική σκέψη, ελαττωμένη ταχύτητα σκέψης και επεξεργασίας των ερεθισμάτων) και ελλιπή εναισθησία (αδυναμία αναγνώρισης του νοσηρού).
Συχνά της οξείας φάσης του συνδρόμου (κατά την οποία προεξάρχουν οι διαταραχές της σκέψης και της αντίληψης) προηγείται μια πρόδρομη φάση που μοιάζει με “κατάθλιψη” (κατά την οποία προεξάρχουν τα γνωστικά ελλείμματα και οι διαταραχές της συναισθηματικής έκφρασης και της βούλησης).
Η συμπτωματολογία μπορεί να είναι συνεχής με άλλοτε άλλου βαθμού ποιοτικές (είδος συμπτωμάτων) και ποσοτικές (ένταση συμπτωμάτων) διακυμάνσεις ή να εμφανίζεται κατά επεισόδια με μεσοδιαστήματα πλήρους ή μερικής ύφεσης.
Πως τίθεται η διάγνωση της σχιζοφρένειας;
Η διάγνωση της σχιζοφρένειας στηρίζεται στην εξέταση των ψυχικών λειτουργιών και στο ιστορικό του ασθενή και πραγματοποιείται με βάση επίσημα διαγνωστικά κριτήρια που θεσπίζονται σε συνάρτηση με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα.
Αξιολογούνται η ποιότητα, η ένταση και η συχνότητα των κλινικών εκδηλώσεων, η διάρκειά τους, η πορεία τους στο χρόνο και η λειτουργικότητα του ασθενή σε ποικίλους τομείς της καθημερινής ζωής. Οι ψυχομετρικές δοκιμασίες δεν είναι διαφοροδιαγνωστικές, παρέχουν ωστόσο σημαντικές πληροφορίες και η χρήση τους είναι πολύτιμη.
Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα εργαστηριακή ή απεικονιστική εξέταση που να θέτει τη διάγνωση της σχιζοφρένειας. Ο παρακλινικός έλεγχος όμως είναι ουσιώδης, ιδίως κατά την έναρξη του συνδρόμου, ώστε να αποκλειστούν σωματικές νόσοι που προκαλούν παρόμοια συμπτώματα, όπως λοιμώξεις, όγκοι, θυρεοειδοπάθειες, νευρολογικές παθήσεις, μεταβολικές καταστάσεις και νοσήματα του συνδετικού ιστού. Παράλληλα επιβάλλεται η διερεύνηση του ενδεχομένου επαγωγής των κλινικών εκδηλώσεων από ψυχοτρόπες ουσίες (σε αυτή την περίπτωση απαιτείται αναμονή ώστε να διαπιστωθεί αν η εγκεφαλική δυσλειτουργία είναι προσωρινή ή μόνιμη) ή φάρμακα (πχ. κορτιζόνη).
Τέλος αξιολογείται η πιθανότητα ύπαρξης άλλης ψυχιατρικής διαταραχής, η συμπτωματολογία της οποίας δύναται να “μιμηθεί” εκείνη της σχιζοφρένειας (πχ. κατάθλιψη με ψυχωτικά στοιχεία, διπολική διαταραχή, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή).
Υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία για τη σχιζοφρένεια;
Η σχιζοφρένεια είναι πρωτίστως βιολογική διαταραχή και η φαρμακευτική θεραπεία είναι απαραίτητη και αναντικατάστατη. Τα τελευταία χρόνια η ιατρική επιστήμη έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στο συγκεκριμένο τομέα. Τα νεότερα φάρμακα (ρισπεριδόνη, αμισουλπρίδη, ολανζαπίνη, κουετιαπίνη, ζιπρασιδόνη, αριπιπραζόλη, παλιπεριδόνη) εμφανίζουν ικανοποιητική αποτελεσματικότητα και περιορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες. Ασκούν τη δράση τους επαναρυθμίζοντας τη φυσιολογική ροή των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο και αποκαθιστώντας με αυτό τον τρόπο την ομαλή εγκεφαλική λειτουργία. Η θεραπεία είναι εξατομικευμένη. Η επιλογή της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής πραγματοποιείται με βάση τις κλινικές εκδηλώσεις του ασθενή, το ιστορικό του, τη σωματική του κατάσταση, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Η έγκαιρη έναρξη της φαρμακοθεραπείας μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητά της. Αντίθετα πιθανή καθυστέρηση στην αντιμετώπιση της διαταραχής επιδεινώνει την εγκεφαλική δυσλειτουργία και συντελεί στην εγκατάσταση και μονιμοποίηση εγκεφαλικών βλαβών, περιορίζοντας τις θεραπευτικές δυνατότητες. Κάποια φάρμακα κυκλοφορούν και σε ενέσιμη μορφή παρατεταμένης δράσης, ώστε ο ασθενής να λαμβάνει θεραπεία μόνο μια ή δυο φορές το μήνα, στα πλαίσια της τακτικής ψυχιατρικής παρακολούθησής του.
Πόσο διαρκεί η θεραπεία της σχιζοφρένειας;
Η θεραπεία της σχιζοφρένειας προτείνεται να είναι δια βίου, όπως η θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης, του σακχαρώδη διαβήτη και των θυρεοειδοπαθειών. Σε ορισμένες περιπτώσεις με θετικούς προγνωστικούς παράγοντες (πχ. οξεία εισβολή, όψιμη έναρξη της συμπτωματολογίας, απουσία διαταραχών της συναισθηματικής έκφρασης και της βούλησης, επίγνωση του νοσηρού) και πλήρη ανταπόκριση στη φαρμακοθεραπεία δύναται, πάντα υπό ψυχιατρική παρακολούθηση, να δοκιμαστεί σταδιακή διακοπή αυτής, εντός 2-5 ετών. Επί υποτροπής, η εφ’ όρου ζωής λήψη φαρμακευτικής αγωγής είναι αδιαπραγμάτευτη. Στους περισσότερους ασθενείς η διακοπή της θεραπείας αυξάνει κατακόρυφα τον κίνδυνο επανεμφάνισης των συμπτωμάτων και δεν συνιστάται. Οι υποτροπές είναι “τοξικές” για τον εγκέφαλο, καθώς αυξάνουν την ευαλωτότητά του και περιορίζουν τις αντιρροπιστικές δυνατότητες των υγιών περιοχών του νευρικού συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι κάθε έξαρση του συνδρόμου είναι πιθανό να συνδέεται με σοβαρότερα συμπτώματα και χαμηλότερη ανταπόκριση στη θεραπεία. Αντίθετα η μόνιμη λήψη φαρμακοθεραπείας, σε χαμηλή έστω δοσολογία, “ενδυναμώνει” τον εγκέφαλο, προστατεύει τη λειτουργία του και μειώνει στο ελάχιστο τον κίνδυνο αναζωπύρωσης σοβαρής ψυχοπαθολογίας.
Υπάρχει ψυχοθεραπεία για τη σχιζοφρένεια;
Υπάρχει, ονομάζεται ψυχοεκπαίδευση και συνοδεύει τη φαρμακοθεραπεία. Η ψυχοεκπαίδευση παρέχεται τόσο στον ασθενή όσο και στην οικογένειά του. Εμπεριέχει πλήρη, αναλυτική και σαφή πληροφόρηση για τη φύση και τις ιδιαιτερότητες της διαταραχής, εκπαίδευση σε δεξιότητες (πχ. δεξιότητες διαχείρισης του stress, δεξιότητες επικοινωνίας, τεχνικές επίλυσης προβλημάτων) και υποστήριξη, πρακτική και συναισθηματική (πχ. ενημέρωση για τα δικαιώματα των ασθενών, εύρεση δομών και υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης, αντιμετώπιση του στίγματος). Σε ειδικές κατηγορίες ασθενών (χρόνιοι, υπολειμματικοί, με σοβαρή έκπτωση λειτουργικότητας ή ανεπαρκές υποστηρικτικό περιβάλλον) συνιστάται επιπλέον η εφαρμογή ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων (πχ. εργοθεραπεία, προστατευόμενη απασχόληση, υποστηριζόμενες δραστηριότητες, διαμονή σε ξενώνες ή οικοτροφεία). Οι ψυχοθεραπευτικές και ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, σε συνδυασμό με τη φαρμακοθεραπεία, αποτελούν τα εφόδια για τη δημιουργία και υλοποίηση ενός ολιστικού και εξατομικευμένου θεραπευτικού σχεδίου, προσαρμοσμένου στις δυνατότητες, ανάγκες και επιθυμίες του κάθε ασθενή, με στόχο την επίτευξη της μέγιστης δυνατής λειτουργικότητας και ποιότητας ζωής.
Είναι οι ασθενείς με σχιζοφρένεια επιθετικοί;
Η πεποίθηση ότι η σχιζοφρένεια συνδέεται στενά με βίαιες συμπεριφορές αποτελεί περισσότερο ένα κοινωνικό στερεότυπο παρά μια πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι ένας άνθρωπος που πάσχει από σχιζοφρένεια είναι πιθανότερο να εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά σε σχέση με έναν άνθρωπο που δεν πάσχει από τη διαταραχή. Ωστόσο επικινδυνότητα εμφανίζει ένα χαμηλό ποσοστό ατόμων με σχιζοφρένεια και μόνο υπό συνθήκες. Συνήθως πρόκειται για άτομα των οποίων η επιθετικότητα αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητάς τους (θα εμφάνιζαν δηλαδή υψηλότερη επιθετικότητα σε σχέση με το μέσο άνθρωπο ακόμα και αν δεν έπασχαν από σχιζοφρένεια) ή για άτομα που βιώνουν την οξεία φάση του συνδρόμου, παρουσιάζουν σοβαρή ψυχοπαθολογία (πχ. ακουστικές ψευδαισθήσεις που τους προτρέπουν να κάνουν κακό) και δεν λαμβάνουν θεραπεία. Ο πλέον αξιόπιστος προγνωστικός παράγοντας για την εκδήλωση ετεροκαταστροφικότητας είναι η ύπαρξη σχετικού ιστορικού (είναι δηλαδή πολύ πιθανότερο να γίνει επιθετικός ένας άνθρωπος που έχει ξαναγίνει στο παρελθόν παρά κάποιος που δεν έχει γίνει ποτέ). Οι περισσότεροι ασθενείς με σχιζοφρένεια όχι μόνο δεν παρουσιάζουν υψηλότερη επικινδυνότητα σε σχέση με εκείνη του γενικού πληθυσμού, αλλά αντιθέτως, λόγω της ευαλωτότητάς τους, είναι πιθανότερο να αποτελέσουν θύματα παρά θύτες επιθετικών συμπεριφορών.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί η πιθανότητα εκδήλωσης αυτοκτονικότητας. Ένας σημαντικός αριθμός ασθενών με σχιζοφρένεια εμφανίζει κάποια στιγμή κατά την πορεία της διαταραχής αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, είτε στα πλαίσια της ψυχοπαθολογίας του (πχ. ο ασθενής αυτοκτονεί για να γλιτώσει από τους υποτιθέμενους διώκτες του), είτε λόγω του γεγονότος ότι δεν αντέχει να υποφέρει τα συμπτώματα και τις συνέπειες της διαταραχής (πχ. αδυναμία να εργαστεί ή να κάνει οικογένεια, στίγμα, απόρριψη, μοναξιά), με συνέπεια να εκδηλώνει κατάθλιψη που ονομάζεται “κατάθλιψη της εναισθησίας” (δηλαδή κατάθλιψη της επίγνωσης του νοσηρού) ή “μεταψυχωτική κατάθλιψη” (δηλαδή κατάθλιψη που εμφανίζεται μετά την εμφάνιση της ψυχωτικής συνδρομής).
Τι είναι η σχιζοφρενικόμορφη διαταραχή;
Η σχιζοφρενικόμορφη διαταραχή χαρακτηρίζεται από κλινικές εκδηλώσεις όμοιες με εκείνες της σχιζοφρένειας με τη διαφορά ότι α) η διάρκεια της διαταραχής είναι μεγαλύτερη του ενός μηνός και μικρότερη των έξι μηνών και β) η δυσλειτουργικότητα που προκαλείται δεν είναι πάντα σημαντική. Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει να αποκλειστεί η αιτιολογική σχέση των συμπτωμάτων με σωματική κατάσταση, χρήση ουσιών ή άλλη ψυχιατρική διαταραχή.
Τι είναι η βραχεία ψυχωτική διαταραχή;
Η βραχεία ψυχωτική διαταραχή χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας τουλάχιστον από τις ακόλουθες κλινικές εκδηλώσεις: α) παραληρητικές ιδέες, β) ψευδαισθήσεις, γ) αποδιοργανωμένος λόγος. Ορισμένες φορές είναι πιθανό να συνυπάρχει αποδιοργανωμένη ή κατατονική συμπεριφορά. Τα συμπτώματα διαρκούν από μια ημέρα μέχρι ένα μήνα και εν συνεχεία υποχωρούν πλήρως. Συχνά η έναρξη της διαταραχής συνδέεται με κάποια σαφή ψυχοπιεστική κατάσταση. Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει να αποκλειστεί η αιτιολογική σχέση των συμπτωμάτων με σωματική κατάσταση, χρήση ουσιών ή άλλη ψυχιατρική διαταραχή.
Τι είναι η σχιζοσυναισθηματική διαταραχή;
Η σχιζοσυναισθηματική διαταραχή χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση, κατά τη διάρκεια της πορείας της, συμπτωμάτων σχιζοφρένειας και μείζονος διαταραχής της διάθεσης (καταθλιπτικού ή/και μανιακού επεισοδίου). Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει α) παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις να είναι παρούσες για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, απουσία μείζονος επεισοδίου διαταραχής της διάθεσης και β) το μείζον ή τα μείζονα επεισόδια διαταραχής της διάθεσης να είναι παρόντα κατά το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής διάρκειας της διαταραχής. Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει να αποκλειστεί η αιτιολογική σχέση των συμπτωμάτων με σωματική κατάσταση, χρήση ουσιών ή άλλη ψυχιατρική διαταραχή. Επί της ουσίας πρόκειται για αμφιλεγόμενη διαταραχή καθώς δεν είναι σαφές αν αποτελεί αυτόνομη νοσολογική οντότητα ή αν προκύπτει από τη συνύπαρξη δύο διαφορετικών διαταραχών στο ίδιο άτομο (σχιζοφρένεια και κατάθλιψη ή σχιζοφρένεια και διπολική διαταραχή – το φαινόμενο αυτό ονομάζεται συννόσηση).
Τι είναι η παραληρητική διαταραχή;
Η παραληρητική διαταραχή χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη τουλάχιστον μιας παραληρητικής ιδέας, διάρκειας τουλάχιστον ενός μηνός. Η παραληρητική ιδέα μπορεί να είναι διωκτική, μεγαλείου, ερωτομανιακή, ζηλοτυπική, σωματική, μεικτή ή άλλου τύπου. Αλλόκοτο περιεχόμενο δεν αποκλείει τη διάγνωση. Οι ψευδαισθήσεις είναι σπάνιες και όταν υπάρχουν είναι σχετικές με την παραληρητική ιδέα και δεν προεξάρχουν στην κλινική εικόνα. Η διαταραχή δεν συνοδεύεται από παράδοξη συμπεριφορά ή σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας. Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει να αποκλειστεί η αιτιολογική σχέση των συμπτωμάτων με σωματική κατάσταση, χρήση ουσιών ή άλλη ψυχιατρική διαταραχή.